- ευπράγημα
- εὐπράγημα, τὸ (Α) [ευπραγώ]1. επιτυχημένη έκβαση, επιτυχία2. στον πληθ. τὰ εὐπραγήματατα πολεμικά κατορθώματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐπραγήμασι — εὐπράγημα a success neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπραγήμασιν — εὐπράγημα a success neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπραγήματα — εὐπράγημα a success neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)